- εξείρομαι
- βλ. εξέρομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξέρομαι — ἐξέρομαι, ιων. τ. ἐξείρομαι (Α) [έρομαι] 1. ζητώ τη γνώμη ή τη συμβουλή κάποιου («Διὸς ἐξείρετο βουλήν», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον … Dictionary of Greek